- διπλοπρόσωπος
- -η, -ο1. αυτός που έχει δύο πρόσωπα, όψεις2. διπρόσωπος, ανειλικρινής, άστατος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικό Γαλλικής Γλώσσης του Γρηγορ. Γ. Ζαλίκογλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλοπρόσωπος — η, ο ο διπρόσωπος, ο υποκριτής, ο ανειλικρινής, ο δόλιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek
διπλοπροσωπία — η 1. η ιδιότητα τού διπλοπρόσωπου, διπροσωπία, ανειλικρίνεια 2. το να παρουσιάζεται κάποιος με δεύτερη πλαστή ταυτότητα για να εξαπατήσει τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλοπρόσωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
επαλείφω — (AM ἐπαλείφω, Μ και έφαλείφω) αλείφω, επιχρίω, καλύπτω μια επιφάνεια με λιπαρή κυρίως ουσία μσν. «δώροις ἐφαλείφω» γεμίζω κάποιον με δώρα αρχ. 1. μτφ. προπαρασκευάζω, προαλείφω 2. παρακινώ, παροξύνω κάποιον 3. (για μέθη) εξάπτω, ερεθίζω 4.… … Dictionary of Greek
επαμφοτερίζω — (Α ἐπαμφοτερίζω) [επαμφότερος] 1. κλίνω άλλοτε προς τον ένα κι άλλοτε προς τον άλλο, είμαι διπλοπρόσωπος («ἔμελλε τὸν Τισσαφέρνη ἀποφαίνειν... ἐπαμφοτερίζοντα», Θουκ.) 2. είμαι αμφίβολος, εκλαμβάνομαι με δύο τρόπους, δέχομαι διπλή ερμηνεία αρχ. 1 … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
διπρόσωπος — η, ο μτφ., ο υποκριτής, ο διπλοπρόσωπος: Πρόσεξε, γιατί η συμπεριφορά του είναι διπρόσωπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)